ρεβιθιά

ρεβιθιά
η нут, бараний горох (растение)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρεβιθιά" в других словарях:

  • ρεβιθιά — και ροβιθιά, η, Ν [ρεβίθι / ροβίθι] κοινή ονομασία τού μονοετούς ποώδους φυτού Cicer arietinum τού γένους κίκερ, τής οικογένειας φαβίδες, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματά του και ως κτηνοτροφή …   Dictionary of Greek

  • ρεβιθιά — η το φυτό ερέβινθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεβύθι — Το σπέρμα του ετήσιου ποώδους φυτού κίκερ το κριόμορφο, που ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και καλλιεργείται από τους αρχαιότατους χρόνους για τους καρπούς του· στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι… …   Dictionary of Greek

  • εφτάζυμος — η, ο 1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια 2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί) το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • ερέβινθος — ο (AM ἐρέβινθος) 1. το φυτό ρεβιθιά 2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθι μσν. (με προσωποποίηση τού ουσ.) Ερέβινθος Ρέβιθος αρχ. μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’… …   Dictionary of Greek

  • ερεβίνθινος — η, ο (Α ἐρεβίνθινος, η, ον) [ερέβινθος] ο παρασκευασμένος από ρεβίθια, ο ρεβιθένιος …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κίκερ — το (Α κίκερ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά αρχ. (κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».… …   Dictionary of Greek

  • κουνενός — ο 1. πήλινο αγγείο τών βοσκών 2. πήλινο αγγείο όπου έβαζαν κουκιά για μαγεία ή μαντεία 3. ειδική ζύμη από ρεβίθια για παρασκευή επτάζυμου άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»